- κυανοπρώρειος
- κυανοπρῴρειος, -ον, θηλ. και κυανοπρώειρα (Α)βλ. κυανόπρωρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυανόπρωρος — και κυανοπρῴρειος, ον, θηλ. και κυανοπρώειρα και κυανόπρῴρα (Α) (για πλοίο) αυτός που η πλώρη του έχει μαύρο χρώμα (α. «Ἕκτωρ ἴθυσε νεὸς κυανοπρῴροιο ἀντίος ἀΐξας», Ομ. Ιλ. β. «τὰς πέντε νέας κυανοπρῳρείους Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ… … Dictionary of Greek
κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… … Dictionary of Greek